Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τῶν μηχανημάτων

См. также в других словарях:

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • Σβερντλόφσκ — (Γεκατέρινμπουργκ). Πόλη (1 367 000 κάτ) στη Ρωσική Δημοκρατία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (194800 τ. χλμ.), που εκτείνεται κυρίως στα Α του αυχένα των Ουραλίων στις λεκάνες απορροής των ποταμών Τάβντα και Τόμπολ, παραποτάμων του Ομπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • Κιτακιουσού — Πόλη (1.011.500 κάτ. το 2000) της Ιαπωνίας, στο νησί Κιουσού, στην επαρχία Φουκουόκα (4.837 τ. χλμ., 5.015.633 κάτ.). Το 1963, με τη συγχώνευση των πόλεων Mότζι, Kοκούρα, Tομπάτα, Γιαβάτα (Γιαχάτα) και Bακαματσού σε έναν και μοναδικό ενιαίο δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Ντουάλα — (Douala). Πόλη (1.274.300 κάτ. το 2003) του Καμερούν, πρωτεύουσα της Παράκτιας επαρχίας. Η πόλη αποτελείται ουσιαστικά από τρεις μεγάλες συνοικίες, την Μπέλι ή Μπελ Τάουν, που είναι ευρωπαϊκής εμφάνισης, την Άκβα, με καθαρά αφρικανικό χρώμα, και… …   Dictionary of Greek

  • οπλισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του οπλίζω. 2. το σύνολο των όπλων και των πολεμοφοδίων που έχει κάποιος: Ο οπλισμός των στρατιωτών είναι σύγχρονος. 3. μτφ., το σύνολο των εξαρτημάτων μηχανήματος: Ο οπλισμός των μηχανημάτων είναι παλιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειοπλαστική — I (Τεχν.).Η κατασκευή αγγείων από πηλό ή άλλη ύλη. Είναι μία από τις αρχαιότερες τέχνες (τα πρώτα αγγεία χρονολογούνται από την 11η χιλιετία π.Χ.). Στην αρχή, η α. σκόπευε να καλύψει απλώς τις οικιακές ανάγκες. Γρήγορα, όμως, αρχίζει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»